ανάληψη

ανάληψη
I
Κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας, είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του, «ανελήφθη εις τους ουρανούς» και έτσι επέστρεψε πάλι στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και «μεταμορφωθείσα» ανθρώπινη φύση του. Με την Α. o Ιησούς ολοκλήρωσε το έργο της σωτηρίας του κόσμου, που είναι η συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους και η θέωση της ανθρώπινης φύσης, και ανύψωσε τη «θεωθείσα» ανθρώπινη φύση φέρνοντάς την στους κόλπους της Παναγίας Τριάδας. Από εκεί, o αληθινός και τέλειος αυτός άνθρωπος, που είναι συνάμα και τέλειος Θεός, o Ιησούς Χριστός, μεσιτεύει και παρακαλεί για τη θλιβόμενη ανθρωπότητα και έτσι στέλνει το Άγιο Πνεύμα, τον Παράκλητο, που ιδρύει πάνω στη Γη την ημέρα της Πεντηκοστής την Αγία Εκκλησία. Η υπόσχεση του Κυρίου πως θα στείλει το Άγιο Πνεύμα στον κόσμο αποτελεί τον βασικό πυρήνα της Καινής Διαθήκης, όπως η υπόσχεση για τον ερχομό του Μεσσία στον κόσμο αποτελεί τον πυρήνα της Παλαιάς Διαθήκης. Έτσι, η εορτή της Α. παίρνει ουσιαστικό περιεχόμενο, που το υπογραμμίζει άλλωστε και το απολυτίκιό της: «Ανελήφθης εν δόξη, Χριστέ o Θεός ημών, χαροποιήσας τους μαθητάς τη επαγγελία του Αγίου Πνεύματος...». Αυτή την ένωση και υπερύψωση του ανθρώπου, που πραγματοποιήθηκε με τη γέννηση, τη θυσία, την Ανάσταση και την Α. του Ιησού Χριστού, τη γιορτάζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, και ιδιαίτερα ως συγκεκριμένη γιορτή, από το 380.
II
Ονομασία οκτώ οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 354 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται προς τα παράλια του κόλπου της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσσήνης.
2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 149 κάτ.) της Αστυπάλαιας. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αστυπάλαιας του νομού Δωδεκανήσου.
3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 175 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαιάκων του νομού Κερκύρας.
4. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 115 μ., 606 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγκαδά.
5. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 184 κάτ.) του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβαδέων.
6. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ., 133 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμαλιάδος.
7. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 502 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρύ Γιαλού.
8. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 669 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου.
* * *
η (Α ἀνάληψις)
1. το να πάρει κανείς πάλι κάτι που είχε δώσει, επανάκτηση, ανάκτηση
στα νεοελλ. λέγεται κυρίως όταν αποσύρει κανείς τα χρήματα που είχε καταθέσει στην Τράπεζα κ.α.
2. το να αποδεχθείς μια θέση ή αξίωμα και να αρχίσεις να ασκείς τα καθήκοντά σου
3. (στην Ιατρ.) επανάκτηση τών σωματικών δυνάμεων μετά από ασθένεια, ανάρρωση
4. (Εκκλ.) α) η άνοδος τού Χριστού στους ουρανούς
β) η χριστιανική κινητή εορτή ή και ο ναός που είναι αφιερωμένος στην ανάληψη τού Χριστού
νεοελλ.
1. αποδοχή εκτελέσεως έργου ή υποχρεώσεως
2. φρ. «έγινε τής αναλήψεως», για κάτι που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και πιθανότατα τό έκλεψαν
αρχ.
1. λήψη προς τα επάνω, ανάρτηση μέλους τού σώματος με επίδεσμο ή ιμάντα, κρέμασμα
2. παραδοχή, αναγνώριση παιδιού στην οικογένειά του
3. απόκτηση γνώσης
4. ανάκτηση τής μνήμης
5. επανόρθωση σφάλματος
6. ξεκούραση μετά από κοπιαστική εργασία
7. επισκευή, αποκατάσταση
8. το εκ νέου χτίσιμο πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλαμβάνω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ἀναλήψιμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανάληψη — η 1. το να αποσύρει κανείς τα χρήματα που έχει καταθέσει: Πήγε στην τράπεζα για να κάνει ανάληψη. 2. το να αναλάβει κανείς κάποιο έργο, κάποια υποχρέωση: Ανάληψη αγώνα για την εξύψωση του τύπου. 3. μεγάλη χριστιανική κινητή γιορτή, « Η Ανάληψις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναλήψῃ — ἀναλήψηι , ἀνάληψις taking up fem dat sg (epic) ἀναλαμβάνω take up fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… …   Dictionary of Greek

  • Metapolitefsi — The Metapolitefsi (Greek: Μεταπολίτευση, translated as polity or regime change) was a period in Greek history after the fall of the Greek military junta of 1967–1974 that includes the transitional period from the fall of the dictatorship to the… …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε …   Dictionary of Greek

  • αναλήψιμος — η, ο (Α ἀναλήψιμος, ον) [ανάληψη ( ις)] ο σχετικός με την Ανάληψη τού Χριστού ||νεοελλ. (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που μπορεί να τόν αποσύρει κανείς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”